- ἐποξυνομένη
- ἐποξῡνομένη , ἐπί-ὀξύνωAcut. (Sp.)pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποξύνω — ἐποξύνω (Α) [οξύνω] 1. επισπεύδω, επιταχύνω («καὶ κελεύων ἐποξύνειν τὴν πορείαν», ΠΔ) 2. παρακινῶ, ερεθίζω («φωνὴ τραχεία καὶ ἐποξυνομένη τοῑς ῥήμμασιν», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek